- Περίαλλ'
- Περίαλλα , Περίαλλαfem nom/voc sgΠερίαλλαι , Περίαλλαfem nom/voc plΠερίαλλε , Περίαλλοςbefore all othersmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίαλλ' — περίαλλα , περίαλλος before all others neut nom/voc/acc pl περίαλλε , περίαλλος before all others masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίαλλος — (I) ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἰσχίον». (II) ον, Α 1. αυτός που είναι υπέρτερος από άλλον 2. υπέροχος, έξοχος, θαυμάσιος 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) περίαλλα προπάντων, κατ εξοχήν, κυρίως («ὃν περίαλλ ἐτίμησε Λοξίας», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * … Dictionary of Greek